ναρά — ναρός flowing neut nom/voc/acc pl ναρά̱ , ναρός flowing fem nom/voc/acc dual ναρά̱ , ναρός flowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναράς — ναρά̱ς , ναρός flowing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
λάκα — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται αδιάλυτα χρώματα που αποτελούνται από μια χρωστική οργανική ουσία στερεοποιημένη σε μια ανόργανη που ονομάζεται υπόστρωμα ή βάση. Η ανόργανη ουσία αποτελείται συνήθως από οξείδια χρωμίου ή αργίλου, από ένα θειικό … Dictionary of Greek
ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
ταρ — Περιοχή της Ινδίας και του δυτικού Πακιστάν. Η έρημος Τ. καλύπτεται από αραιά δάση ακακιών και αποτελείται από συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων άμμου. Υπάρχουν εκεί και λόφοι από γρανίτη. Οι κάτοικοί της είναι νομάδες κτηνοτρόφοι, που καλλιεργούν… … Dictionary of Greek
Ουνκέι — (Unkei, 1153 – περ. 1224). Ιάπωνας γλύπτης. Ήταν μάλλον γιος, οπωσδήποτε όμως μαθητής, του «μπούσι» –ή γλύπτη βουδιστικών μορφών– Κοκέι. Ζώντας σε μια μεταβατική ιστορική και καλλιτεχνική εποχή της ιαπωνικής ζωής, ο Ο. επέφερε μια σχηματοποίηση… … Dictionary of Greek
Σέρπουχοφ — Πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας της περιοχής της Μόσχας. Βρίσκεται σε κατάσταση 99 χλμ. από τη σοβιετική πρωτεύουσα, στις όχθες του ποταμού Νάρα. Η πόλη, που ιδρύθηκε το 1339, αριθμεί 130 000 κάτ. Στα 1341 1456 ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου… … Dictionary of Greek